γεωχημικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγεωχημικά < γεωχημικός
Επίρρημα
επεξεργασίαγεωχημικά
- από γεωχημική άποψη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγεωχημικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεωχημικό
γεωχημικά < γεωχημικός
γεωχημικά
γεωχημικά