γεφυρόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγεφυρόω < γέφυρα
Ρήμα
επεξεργασίαγεφυρόω-γεφυρῶ
- γεφυρώνω, συνδέω με γέφυρα κυριολεκτικά ή δημιουργώ διάβαση με οποιοδήποτε τρόπο (γέφυρα με πλοία στο Βόσπορο, χώμα σε ποταμούς κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- γεφύρωσις
- γεφυρωτής
- γεφυρίζω (μεταγενέστερο ρήμα: περιγελώ, από πανηγύρι στη γέφυρα Αθήνας-Ελευσίνας)
- γεφυριστής (χλευαστής)
- γεφυρισμός (το χοντρό αστείο)