Ετυμολογία

επεξεργασία

γεφυρόω < γέφυρα

γεφυρόω-γεφυρῶ

  • γεφυρώνω, συνδέω με γέφυρα κυριολεκτικά ή δημιουργώ διάβαση με οποιοδήποτε τρόπο (γέφυρα με πλοία στο Βόσπορο, χώμα σε ποταμούς κ.λπ.)


Συγγενικά

επεξεργασία