Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεφυρίζω < γέφυρα

  Ρήμα επεξεργασία

γεφυρίζω (ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής)

  • χλευάζω (από μια εκτονωτική γιορτή σε γέφυρα στον οδό Αθήνας-Ελευσίνας, όπου πήγαιναν για να κοροϊδέψουν όποιον ήθελαν, συχνά με χονδροειδή τρόπο)


Συγγενικά επεξεργασία