γεναριάτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγεναριάτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γεναριάτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γεναριάτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γεναριάτικος