γαρδούμιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαρδούμιον: λέξη της πρίιμης μεσαιωνικής γλώσσας < → δείτε την ετυμολογία στο γαρδούμπα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: γαρδούμπα, με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαρδούμιον ουδέτερο
- (πρώιμη μεσαιωνική, γαστρονομία) είδος στρογγυλού ψωμιού, στον Ησύχιο
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
- †<κόλιξ> τὸ γαρδούμιον
<κόλλικας> εἶδός τι ἄρτου
- †<κόλιξ> τὸ γαρδούμιον
- άλλες μορφές: γαρδούμενον
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
Πηγές
επεξεργασία- γαρδούμιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γαρδούμπα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.