Ετυμολογία

επεξεργασία
γαρδούμιον: λέξη της πρίιμης μεσαιωνικής γλώσσας < → δείτε την ετυμολογία στο γαρδούμπα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γαρδούμπα, με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαρδούμιον ουδέτερο