γαμπριάτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαμπριάτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαμπριάτικος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαμπριάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα γαμπριάτικα ρούχα, τα ρούχα που φοράει ο γαμπρός στη γαμήλια τελετή