Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γήποτος < γῆ και πίνω

  Επίθετο επεξεργασία

γήποτος, ος, ον ( & δωρικός τύποςγάποτος)

  • που μπορεί να τον καταπιεί η γη ( για σπονδές )