γάποτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | γάποτος | τὸ | γάποτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | γαπότου | τοῦ | γαπότου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | γαπότῳ | τῷ | γαπότῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | γάποτον | τὸ | γάποτον | ||
κλητική ὦ! | γάποτε | γάποτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | γάποτοι | τὰ | γάποτᾰ | ||
γενική | τῶν | γαπότων | τῶν | γαπότων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | γαπότοις | τοῖς | γαπότοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | γαπότους | τὰ | γάποτᾰ | ||
κλητική ὦ! | γάποτοι | γάποτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαπότω | τὼ | γαπότω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γαπότοιν | τοῖν | γαπότοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάποτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαγάποτος, -ος, -ον δωρικός τύπος του γήποτος
- (για σπονδές) που μπορεί να τις καταπιεί η γη, που απορροφάται από τη γη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 621 (621-622)
- γαπότους δ᾽ ἐγὼ | τιμὰς προπέμψω τάσδε νερτέροις θεοῖς.,
- ενώ εγώ θα στείλω |αυτές τις προσφορές, που απορροφούνται απ' τη γη στους θεούς του κάτω κόσμου.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- γαπότους δ᾽ ἐγὼ | τιμὰς προπέμψω τάσδε νερτέροις θεοῖς.,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 621 (621-622)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γάποτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γάποτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.