Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γάποτος τὸ γάποτον
      γενική τοῦ/τῆς γαπότου τοῦ γαπότου
      δοτική τῷ/τῇ γαπότ τῷ γαπότ
    αιτιατική τὸν/τὴν γάποτον τὸ γάποτον
     κλητική ! γάποτε γάποτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γάποτοι τὰ γάποτ
      γενική τῶν γαπότων τῶν γαπότων
      δοτική τοῖς/ταῖς γαπότοις τοῖς γαπότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς γαπότους τὰ γάποτ
     κλητική ! γάποτοι γάποτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γαπότω τὼ γαπότω
      γεν-δοτ τοῖν γαπότοιν τοῖν γαπότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γάποτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

γάποτος, -ος, -ον δωρικός τύπος του γήποτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία