βρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρί‐σει
- ομόηχο: βρύση
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρίζω
- θα βρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρίζω