Δείτε επίσης: Βουλιώτισσα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλιώτισσα < Βολιώτισσα, ενδεχομένως από ελαιόδεντρα που προήλθαν από κάποια περιοχή του Βόλου[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουλιώτισσα θηλυκό (ιδιωματικό)

  1. (φυτό) είδος ελιάς (δέντρο)
  2. (τρόφιμο) μεγάλη ελιά (καρπός) στρογγυλού σχήματος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • βουλιώτσσα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 78.