Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vo.li.ðo.skoˈpu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐λι‐δο‐σκο‐πού‐μαι
ομόηχο: βολιδοσκοπούμε

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βολιδοσκοπούμαι, π.αόρ.: βολιδοσκοπήθηκα, μτχ.π.π.: βολιδοσκοπημένος