Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλογούδια < βλογώ + -ούδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλογούδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. είδος μικρού πρόσφορου
    • Βλογούδια ἦσαν οἱ μικροί σταυροσφράγιστοι ἀρτίσκοι, οἱ προσφερόμενοι ὑπό τῶν ἐνοριτῶν εἰς τούς οἴκους τῶν ἱερέων κατά τό Σαρανταήμερον (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
    • Ὅλ᾽ αἱ ἐνορίτισσαι τοῦ παπα-Βαγγέλη τοῦ ἐκουβαλοῦσαν στὸ σπίτι τὰ συνήθη «βλογούδια». Ἦσαν δὲ ταῦτα ψωμάκια ἐνσφράγιστα μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, προσφερόμενα κατ' οἶκον εἰς τοὺς ἱερεῖς διὰ τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η συντέκνισσα)
    • Τελετουργικά ψωμιά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας (πρόσφορο, βλογούδια, χριστόψωμα, λαζαράκια, ψωμιά του γάμου, κουλίκια, συχώρια, κ.ά.) (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 9/11/2010)
    • Βλογούδια: Είναι μικρά ψωμάκια, στο μέγεθος του σημερινού στρογγυλού ψωμιού για σάντουιτς. Όταν οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα Πρόσφορα κρατούσαν λίγο ζυμάρι και έφτιαχναν μικρά ψωμάκια, τα λεγόμενα Βλογουδάκια. Τα σφράγιζαν με τη μικρή σφραγίδα του Πρόσφορου και τα έψηναν στο ίδιο ταψί με τα Πρόσφορα. Επειδή ήταν μικρά σε μέγεθος ψήνονταν πιο γρήγορα από τα Πρόσφορα. Τα Βλογουδάκια τα απολάμβαναν κυρίως τα παιδιά. Πηγή: Σωματείο Αρτοποιών Νομού Τρικάλων

  Μεταφράσεις επεξεργασία