βιοαποικοδομήσιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβιοαποικοδομήσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βιοαποικοδομήσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του βιοαποικοδομήσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βιοαποικοδομήσιμος