Ετυμολογία

επεξεργασία
βερετοῦνιν < (άμεσο δάνειο) βενετική vereton

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βερετοῦνιν ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • (στρατιωτικός όρος) μεγάλο βέλος ή ακόντιο
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Ὁ καπετάνος ἀρμάτωσεν τὸ καστέλλι καλὰ καὶ ὠρδινίασεν καλὰ ταῖς βίγλαις του καὶ ἔρισε νὰ μηδὲν εἶναι τινὰς ἀπότορμος νὰ ρίψῃ βερετοῦνιν οὐδὲ σαγίτταν εὔκαιρα, παρὰ ἅνταν κοτέψῃ τὸ φουσάτον. Καὶ ὁ Τακκᾶς ἐτριγύρισεν τὸ κάστρον ἀπ ̓ ἔξω καὶ ἔρριψεν μέσα πολλαῖς πέτραις καὶ ἄλλα πολεμικά, καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ δὲν ἔβλαψε τινά.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • βερετοῦνιν (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)
  • βερετούνια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)