βαριοκαρδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβαριοκαρδίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαριοκαρδίζω | βαριοκάρδιζα | θα βαριοκαρδίζω | να βαριοκαρδίζω | βαριοκαρδίζοντας | |
β' ενικ. | βαριοκαρδίζεις | βαριοκάρδιζες | θα βαριοκαρδίζεις | να βαριοκαρδίζεις | βαριοκάρδιζε | |
γ' ενικ. | βαριοκαρδίζει | βαριοκάρδιζε | θα βαριοκαρδίζει | να βαριοκαρδίζει | ||
α' πληθ. | βαριοκαρδίζουμε | βαριοκαρδίζαμε | θα βαριοκαρδίζουμε | να βαριοκαρδίζουμε | ||
β' πληθ. | βαριοκαρδίζετε | βαριοκαρδίζατε | θα βαριοκαρδίζετε | να βαριοκαρδίζετε | βαριοκαρδίζετε | |
γ' πληθ. | βαριοκαρδίζουν(ε) | βαριοκάρδιζαν βαριοκαρδίζαν(ε) |
θα βαριοκαρδίζουν(ε) | να βαριοκαρδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαριοκάρδισα | θα βαριοκαρδίσω | να βαριοκαρδίσω | βαριοκαρδίσει | ||
β' ενικ. | βαριοκάρδισες | θα βαριοκαρδίσεις | να βαριοκαρδίσεις | βαριοκάρδισε | ||
γ' ενικ. | βαριοκάρδισε | θα βαριοκαρδίσει | να βαριοκαρδίσει | |||
α' πληθ. | βαριοκαρδίσαμε | θα βαριοκαρδίσουμε | να βαριοκαρδίσουμε | |||
β' πληθ. | βαριοκαρδίσατε | θα βαριοκαρδίσετε | να βαριοκαρδίσετε | βαριοκαρδίστε | ||
γ' πληθ. | βαριοκάρδισαν βαριοκαρδίσαν(ε) |
θα βαριοκαρδίσουν(ε) | να βαριοκαρδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαριοκαρδίσει | είχα βαριοκαρδίσει | θα έχω βαριοκαρδίσει | να έχω βαριοκαρδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαριοκαρδίσει | είχες βαριοκαρδίσει | θα έχεις βαριοκαρδίσει | να έχεις βαριοκαρδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαριοκαρδίσει | είχε βαριοκαρδίσει | θα έχει βαριοκαρδίσει | να έχει βαριοκαρδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαριοκαρδίσει | είχαμε βαριοκαρδίσει | θα έχουμε βαριοκαρδίσει | να έχουμε βαριοκαρδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαριοκαρδίσει | είχατε βαριοκαρδίσει | θα έχετε βαριοκαρδίσει | να έχετε βαριοκαρδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαριοκαρδίσει | είχαν βαριοκαρδίσει | θα έχουν βαριοκαρδίσει | να έχουν βαριοκαρδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαριοκαρδίζω
|