Δείτε επίσης: Βαθύπεδου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βαθύπεδου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του βαθύπεδος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (βαθύπεδο) του βαθύπεδος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βαθύπεδου ουδέτερο