βαζγκεστίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαζγκεστίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική واز گچمك (τουρκική vazgeçmek)
Ρήμα
επεξεργασίαβαζγκεστίζω
- (ιδιωματικό) εγκαταλείπω, παραιτούμαι απο
- ※ Βούρ, κάτσε. Έφαες; Θα σε φαΐσουμε εμείς. Βαζγκέστισες ε; (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαζγκεστίζω
→ δείτε τη λέξη εγκαταλείπω |