Ετυμολογία

επεξεργασία
βαζγκεστίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική واز گچمك (τουρκική vazgeçmek)

βαζγκεστίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία