βίλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βίλλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίλλος αρσενικό
- (κυπριακά) το πέος, το αρσενικό γεννητικό όργανο (χυδαίο)
- ※ Ο βίλλος εσηκώθηκεν μιαν νύχταν θυμωμένος, / βαρβάτος, ολοκότσιινος, κκεφάτος, καβλωμένος (Βασίλης Μιχαηλίδης, Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον, 1916)
- (κυπριακά) άξιος περιφρόνησης, ποταπός
Συνώνυμα
επεξεργασία- βίλλα (κυπριακά)
Πηγές
επεξεργασία- λήμμα βίλλος, polignosi.com [1]