Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βήτα αναστολέας < → δείτε τις λέξεις βήτα και αναστολέας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική beta blocker

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

βήτα αναστολέας

  • (φαρμακευτική) ουσία που χαμηλώνει την πίεση και επιβραδύνει τους καρδιακούς παλμούς, μετριάζει το μετατραυματικό άγχους

  Μεταφράσεις επεξεργασία