Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βάκλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βάκλα
<
λατινική
baculum
(
ραβδί
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βάκλα
θηλυκό
(
κυπριακά
) η
ουρά
του
προβάτου
Συγγενικά
επεξεργασία
βακλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βάκλα