Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοματοποιός < αὐτόματος και ποιέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐτοματοποιός

  • (επάγγελμα) εκείνος που κατασκευάζει αυτόματα, δηλαδή μαριονέτες, ή ίσως και άλλους μηχανισμούς

Συγγενικά

επεξεργασία