αὐτοματοποιητική
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αὐτοματοποιητική < αὐτοματοποιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αὐτοματοποιητική θηλυκό (& αὐτοματοποιική)
- η τέχνη κατασκευής μαριονετών ίσως και άλλων μηχανισμών
- με κεφαλαίο το βιβλιο "Αὐτοματοποιητική" του 1ου μ.Χ. αιώνα γραμμένο από τον Ήρωνα τον Αλεξανδρέα για τις προσπάθειες των ανθρώπων να κατασκευάσουν μηχανές -μπορείτε να το διαβάσετε στη Βικιθήκη