Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοματοποιητική < αὐτοματοποιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐτοματοποιητική θηλυκό (& αὐτοματοποιική)

  1. η τέχνη κατασκευής μαριονετών ίσως και άλλων μηχανισμών
  2. με κεφαλαίο το βιβλιο "Αὐτοματοποιητική" του 1ου μ.Χ. αιώνα γραμμένο από τον Ήρωνα τον Αλεξανδρέα για τις προσπάθειες των ανθρώπων να κατασκευάσουν μηχανές -μπορείτε να το διαβάσετε στη Βικιθήκη

Συγγενικά

επεξεργασία