Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐθεντέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αὐθεντέω - αὐθεντῶ (συνηρημένο)

  1. έχω πλήρη εξουσία πάνω σε κάποιον
  2. διαπράττω φόνο

Συγγενικά επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία