αφισοκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fi.so.koˈlo/
Ρήμα
επεξεργασίααφισοκολλώ (παθητική φωνή: αφισοκολλούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αφισοκόλληση
- αφισοκολλητής
- αφισοκολλήτρια
- → δείτε τις λέξεις αφίσα και κολλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφισοκολλάω - αφισοκολλώ | αφισοκολλούσα | θα αφισοκολλάω - αφισοκολλώ | να αφισοκολλάω - αφισοκολλώ | αφισοκολλώντας | |
β' ενικ. | αφισοκολλάς | αφισοκολλούσες | θα αφισοκολλάς | να αφισοκολλάς | αφισοκόλλα - αφισοκόλλαγε | |
γ' ενικ. | αφισοκολλάει - αφισοκολλά | αφισοκολλούσε | θα αφισοκολλάει - αφισοκολλά | να αφισοκολλάει - αφισοκολλά | ||
α' πληθ. | αφισοκολλάμε - αφισοκολλούμε | αφισοκολλούσαμε | θα αφισοκολλάμε - αφισοκολλούμε | να αφισοκολλάμε - αφισοκολλούμε | ||
β' πληθ. | αφισοκολλάτε | αφισοκολλούσατε | θα αφισοκολλάτε | να αφισοκολλάτε | αφισοκολλάτε | |
γ' πληθ. | αφισοκολλάν(ε) - αφισοκολλούν(ε) | αφισοκολλούσαν(ε) | θα αφισοκολλάν(ε) - αφισοκολλούν(ε) | να αφισοκολλάν(ε) - αφισοκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφισοκόλλησα | θα αφισοκολλήσω | να αφισοκολλήσω | αφισοκολλήσει | ||
β' ενικ. | αφισοκόλλησες | θα αφισοκολλήσεις | να αφισοκολλήσεις | αφισοκόλλα - αφισοκόλλησε | ||
γ' ενικ. | αφισοκόλλησε | θα αφισοκολλήσει | να αφισοκολλήσει | |||
α' πληθ. | αφισοκολλήσαμε | θα αφισοκολλήσουμε | να αφισοκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | αφισοκολλήσατε | θα αφισοκολλήσετε | να αφισοκολλήσετε | αφισοκολλήστε | ||
γ' πληθ. | αφισοκόλλησαν αφισοκολλήσαν(ε) |
θα αφισοκολλήσουν(ε) | να αφισοκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφισοκολλήσει | είχα αφισοκολλήσει | θα έχω αφισοκολλήσει | να έχω αφισοκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφισοκολλήσει | είχες αφισοκολλήσει | θα έχεις αφισοκολλήσει | να έχεις αφισοκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφισοκολλήσει | είχε αφισοκολλήσει | θα έχει αφισοκολλήσει | να έχει αφισοκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφισοκολλήσει | είχαμε αφισοκολλήσει | θα έχουμε αφισοκολλήσει | να έχουμε αφισοκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφισοκολλήσει | είχατε αφισοκολλήσει | θα έχετε αφισοκολλήσει | να έχετε αφισοκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφισοκολλήσει | είχαν αφισοκολλήσει | θα έχουν αφισοκολλήσει | να έχουν αφισοκολλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφισοκολλώ