Ετυμολογία

επεξεργασία
αφισοκολλώ < αφίσ(α) + -ο- + κολλώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fi.so.koˈlo/

αφισοκολλώ (παθητική φωνή: αφισοκολλούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία