αφιλόμουσων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααφιλόμουσων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αφιλόμουσος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αφιλόμουσος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφιλόμουσος
αφιλόμουσων