αφεύκτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφεύκτως < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφεύκτως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfef.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φεύ‐κτως
Επίρρημα
επεξεργασίααφεύκτως
- (λόγιο) άλλη μορφή του άφευκτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφεύκτως
|