αφελληνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααφελληνίζω
- κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τον ελληνικό του χαρακτήρα, την ελληνικότητά του
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αφελληνισμός
- → δείτε τη λέξη Έλληνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφελληνίζω | αφελλήνιζα | θα αφελληνίζω | να αφελληνίζω | αφελληνίζοντας | |
β' ενικ. | αφελληνίζεις | αφελλήνιζες | θα αφελληνίζεις | να αφελληνίζεις | αφελλήνιζε | |
γ' ενικ. | αφελληνίζει | αφελλήνιζε | θα αφελληνίζει | να αφελληνίζει | ||
α' πληθ. | αφελληνίζουμε | αφελληνίζαμε | θα αφελληνίζουμε | να αφελληνίζουμε | ||
β' πληθ. | αφελληνίζετε | αφελληνίζατε | θα αφελληνίζετε | να αφελληνίζετε | αφελληνίζετε | |
γ' πληθ. | αφελληνίζουν(ε) | αφελλήνιζαν αφελληνίζαν(ε) |
θα αφελληνίζουν(ε) | να αφελληνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφελλήνισα | θα αφελληνίσω | να αφελληνίσω | αφελληνίσει | ||
β' ενικ. | αφελλήνισες | θα αφελληνίσεις | να αφελληνίσεις | αφελλήνισε | ||
γ' ενικ. | αφελλήνισε | θα αφελληνίσει | να αφελληνίσει | |||
α' πληθ. | αφελληνίσαμε | θα αφελληνίσουμε | να αφελληνίσουμε | |||
β' πληθ. | αφελληνίσατε | θα αφελληνίσετε | να αφελληνίσετε | αφελληνίστε | ||
γ' πληθ. | αφελλήνισαν αφελληνίσαν(ε) |
θα αφελληνίσουν(ε) | να αφελληνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφελληνίσει | είχα αφελληνίσει | θα έχω αφελληνίσει | να έχω αφελληνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφελληνίσει | είχες αφελληνίσει | θα έχεις αφελληνίσει | να έχεις αφελληνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφελληνίσει | είχε αφελληνίσει | θα έχει αφελληνίσει | να έχει αφελληνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφελληνίσει | είχαμε αφελληνίσει | θα έχουμε αφελληνίσει | να έχουμε αφελληνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφελληνίσει | είχατε αφελληνίσει | θα έχετε αφελληνίσει | να έχετε αφελληνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφελληνίσει | είχαν αφελληνίσει | θα έχουν αφελληνίσει | να έχουν αφελληνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφελληνίζω