αυτοϋπονομεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοϋπονομεύομαι < αυτο- + υπονομεύομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοϋπονομεύομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοϋπονομεύομαι | αυτοϋπονομευόμουν(α) | θα αυτοϋπονομεύομαι | να αυτοϋπονομεύομαι | ||
β' ενικ. | αυτοϋπονομεύεσαι | αυτοϋπονομευόσουν(α) | θα αυτοϋπονομεύεσαι | να αυτοϋπονομεύεσαι | (αυτοϋπονομεύου) | |
γ' ενικ. | αυτοϋπονομεύεται | αυτοϋπονομευόταν(ε) | θα αυτοϋπονομεύεται | να αυτοϋπονομεύεται | ||
α' πληθ. | αυτοϋπονομευόμαστε | αυτοϋπονομευόμαστε αυτοϋπονομευόμασταν |
θα αυτοϋπονομευόμαστε | να αυτοϋπονομευόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοϋπονομεύεστε | αυτοϋπονομευόσαστε αυτοϋπονομευόσασταν |
θα αυτοϋπονομεύεστε | να αυτοϋπονομεύεστε | (αυτοϋπονομεύεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοϋπονομεύονται | αυτοϋπονομεύονταν αυτοϋπονομευόντουσαν |
θα αυτοϋπονομεύονται | να αυτοϋπονομεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοϋπονομεύτηκα | θα αυτοϋπονομευτώ | να αυτοϋπονομευτώ | αυτοϋπονομευτεί | ||
β' ενικ. | αυτοϋπονομεύτηκες | θα αυτοϋπονομευτείς | να αυτοϋπονομευτείς | αυτοϋπονομεύσου | ||
γ' ενικ. | αυτοϋπονομεύτηκε | θα αυτοϋπονομευτεί | να αυτοϋπονομευτεί | |||
α' πληθ. | αυτοϋπονομευτήκαμε | θα αυτοϋπονομευτούμε | να αυτοϋπονομευτούμε | |||
β' πληθ. | αυτοϋπονομευτήκατε | θα αυτοϋπονομευτείτε | να αυτοϋπονομευτείτε | αυτοϋπονομευτείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοϋπονομεύτηκαν αυτοϋπονομευτήκαν(ε) |
θα αυτοϋπονομευτούν(ε) | να αυτοϋπονομευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοϋπονομευτεί | είχα αυτοϋπονομευτεί | θα έχω αυτοϋπονομευτεί | να έχω αυτοϋπονομευτεί | αυτοϋπονομευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοϋπονομευτεί | είχες αυτοϋπονομευτεί | θα έχεις αυτοϋπονομευτεί | να έχεις αυτοϋπονομευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοϋπονομευτεί | είχε αυτοϋπονομευτεί | θα έχει αυτοϋπονομευτεί | να έχει αυτοϋπονομευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοϋπονομευτεί | είχαμε αυτοϋπονομευτεί | θα έχουμε αυτοϋπονομευτεί | να έχουμε αυτοϋπονομευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοϋπονομευτεί | είχατε αυτοϋπονομευτεί | θα έχετε αυτοϋπονομευτεί | να έχετε αυτοϋπονομευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοϋπονομευτεί | είχαν αυτοϋπονομευτεί | θα έχουν αυτοϋπονομευτεί | να έχουν αυτοϋπονομευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοϋπονομεύομαι
|