αυτοθυσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοθυσιάζομαι < αυτο- + θυσιάζομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοθυσιάζομαι
- (κυριολεκτικά) θυσιάζομαι εκούσια
- (μεταφορικά) θυσιάζω εκούσια τα προσωπικά μου συμφέροντα ή επιδιώξεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοθυσιάζομαι | αυτοθυσιαζόμουν(α) | θα αυτοθυσιάζομαι | να αυτοθυσιάζομαι | ||
β' ενικ. | αυτοθυσιάζεσαι | αυτοθυσιαζόσουν(α) | θα αυτοθυσιάζεσαι | να αυτοθυσιάζεσαι | (αυτοθυσιάζου) | |
γ' ενικ. | αυτοθυσιάζεται | αυτοθυσιαζόταν(ε) | θα αυτοθυσιάζεται | να αυτοθυσιάζεται | ||
α' πληθ. | αυτοθυσιαζόμαστε | αυτοθυσιαζόμαστε αυτοθυσιαζόμασταν |
θα αυτοθυσιαζόμαστε | να αυτοθυσιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοθυσιάζεστε | αυτοθυσιαζόσαστε αυτοθυσιαζόσασταν |
θα αυτοθυσιάζεστε | να αυτοθυσιάζεστε | (αυτοθυσιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοθυσιάζονται | αυτοθυσιάζονταν αυτοθυσιαζόντουσαν |
θα αυτοθυσιάζονται | να αυτοθυσιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοθυσιάστηκα | θα αυτοθυσιαστώ | να αυτοθυσιαστώ | αυτοθυσιαστεί | ||
β' ενικ. | αυτοθυσιάστηκες | θα αυτοθυσιαστείς | να αυτοθυσιαστείς | αυτοθυσιάσου | ||
γ' ενικ. | αυτοθυσιάστηκε | θα αυτοθυσιαστεί | να αυτοθυσιαστεί | |||
α' πληθ. | αυτοθυσιαστήκαμε | θα αυτοθυσιαστούμε | να αυτοθυσιαστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοθυσιαστήκατε | θα αυτοθυσιαστείτε | να αυτοθυσιαστείτε | αυτοθυσιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοθυσιάστηκαν αυτοθυσιαστήκαν(ε) |
θα αυτοθυσιαστούν(ε) | να αυτοθυσιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοθυσιαστεί | είχα αυτοθυσιαστεί | θα έχω αυτοθυσιαστεί | να έχω αυτοθυσιαστεί | αυτοθυσιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοθυσιαστεί | είχες αυτοθυσιαστεί | θα έχεις αυτοθυσιαστεί | να έχεις αυτοθυσιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοθυσιαστεί | είχε αυτοθυσιαστεί | θα έχει αυτοθυσιαστεί | να έχει αυτοθυσιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοθυσιαστεί | είχαμε αυτοθυσιαστεί | θα έχουμε αυτοθυσιαστεί | να έχουμε αυτοθυσιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοθυσιαστεί | είχατε αυτοθυσιαστεί | θα έχετε αυτοθυσιαστεί | να έχετε αυτοθυσιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοθυσιαστεί | είχαν αυτοθυσιαστεί | θα έχουν αυτοθυσιαστεί | να έχουν αυτοθυσιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοθυσιάζομαι
|