Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοθυσιάζομαι < αυτο- + θυσιάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοθυσιάζομαι

  1. (κυριολεκτικά) θυσιάζομαι εκούσια
  2. (μεταφορικά) θυσιάζω εκούσια τα προσωπικά μου συμφέροντα ή επιδιώξεις

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία