Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοθυσιάζομαι < αυτο- + θυσιάζομαι

αυτοθυσιάζομαι

  1. (κυριολεκτικά) θυσιάζομαι εκούσια
  2. (μεταφορικά) θυσιάζω εκούσια τα προσωπικά μου συμφέροντα ή επιδιώξεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία