αυτοδιορθώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοδιορθώνομαι < αυτο- + διορθώνομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοδιορθώνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοδιορθώνομαι | αυτοδιορθωνόμουν(α) | θα αυτοδιορθώνομαι | να αυτοδιορθώνομαι | ||
β' ενικ. | αυτοδιορθώνεσαι | αυτοδιορθωνόσουν(α) | θα αυτοδιορθώνεσαι | να αυτοδιορθώνεσαι | (αυτοδιορθώνου) | |
γ' ενικ. | αυτοδιορθώνεται | αυτοδιορθωνόταν(ε) | θα αυτοδιορθώνεται | να αυτοδιορθώνεται | ||
α' πληθ. | αυτοδιορθωνόμαστε | αυτοδιορθωνόμαστε αυτοδιορθωνόμασταν |
θα αυτοδιορθωνόμαστε | να αυτοδιορθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοδιορθώνεστε | αυτοδιορθωνόσαστε αυτοδιορθωνόσασταν |
θα αυτοδιορθώνεστε | να αυτοδιορθώνεστε | (αυτοδιορθώνεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοδιορθώνονται | αυτοδιορθώνονταν αυτοδιορθωνόντουσαν |
θα αυτοδιορθώνονται | να αυτοδιορθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοδιορθώθηκα | θα αυτοδιορθωθώ | να αυτοδιορθωθώ | αυτοδιορθωθεί | ||
β' ενικ. | αυτοδιορθώθηκες | θα αυτοδιορθωθείς | να αυτοδιορθωθείς | αυτοδιορθώσου | ||
γ' ενικ. | αυτοδιορθώθηκε | θα αυτοδιορθωθεί | να αυτοδιορθωθεί | |||
α' πληθ. | αυτοδιορθωθήκαμε | θα αυτοδιορθωθούμε | να αυτοδιορθωθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοδιορθωθήκατε | θα αυτοδιορθωθείτε | να αυτοδιορθωθείτε | αυτοδιορθωθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοδιορθώθηκαν αυτοδιορθωθήκαν(ε) |
θα αυτοδιορθωθούν(ε) | να αυτοδιορθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοδιορθωθεί | είχα αυτοδιορθωθεί | θα έχω αυτοδιορθωθεί | να έχω αυτοδιορθωθεί | αυτοδιορθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοδιορθωθεί | είχες αυτοδιορθωθεί | θα έχεις αυτοδιορθωθεί | να έχεις αυτοδιορθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοδιορθωθεί | είχε αυτοδιορθωθεί | θα έχει αυτοδιορθωθεί | να έχει αυτοδιορθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοδιορθωθεί | είχαμε αυτοδιορθωθεί | θα έχουμε αυτοδιορθωθεί | να έχουμε αυτοδιορθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοδιορθωθεί | είχατε αυτοδιορθωθεί | θα έχετε αυτοδιορθωθεί | να έχετε αυτοδιορθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοδιορθωθεί | είχαν αυτοδιορθωθεί | θα έχουν αυτοδιορθωθεί | να έχουν αυτοδιορθωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοδιορθώνομαι
|