αυτοδικαίως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοδικαίως < αυτοδίκαιος + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
αυτοδικαίως
- (νομικός όρος) δικαιωματικά, χωρίς άλλη ενέργεια, το να επέρχονται έννομα αποτελέσματα, χωρίς να απαιτείται η δήλωση της βούλησης του ενδιαφερομένου ή τρίτου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοδικαίως
|