αυθάδων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αυθάδων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του αυθάδης
- αρχαία ελληνικά: τῶν αὐθάδων, σπανιότερα και αὐθαδῶν
![]() |
αυθάδων