ατσιγάριστων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ατσιγάριστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ατσιγάριστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ατσιγάριστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατσιγάριστος