Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμοσφαιρική ρύπανση < → δείτε τις λέξεις ατμόσφαιρα, ατμοσφαιρικός και ρύπανση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ατμοσφαιρική ρύπανση θηλυκό

  • (φυσική, χημεία, βιοχημεία) η παρουσία ρύπων σε μορφή σκόνης, αναθυμιάσεων, αερίων, καθώς και άλλων χημικών ουσιών στην ατμόσφαιρα, που επιδρούν δυσμενώς σε ζώντες οργανισμούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία