αρωματισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααρωματισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αρωματισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αρωματισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρωματισμένος