αρφάλιν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρφάλιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφάλιν, τύπος του ἀφάλι με ανάπτυξη ... < ελληνιστική κοινή ὀμφάλιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρφάλιν ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «ἀφάλι» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»