αρκουδιάρηδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααρκουδιάρηδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρκουδιάρης
Άλλες μορφές
επεξεργασία- (για την ονομαστική και κλητική πληθυντικού) αρκουδιαραίοι
- (για την αιτιατική πληθυντικού) αρκουδιαραίους