Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόσκατα < απο- + σκατά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόσκατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • μόνο στην έκφραση σκατά κι απόσκατα:
  1. άθλια κατάσταση
  2. αποβράσματα
  3. κόπρανα, σκατά

  Μεταφράσεις επεξεργασία