Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απρομήθευτα < απρομήθευτος +

  Επίρρημα επεξεργασία

απρομήθευτα

  1. (σπάνιο) χωρίς προμήθειες
  2. (σπάνιο) (οικονομία) χωρίς (οικονομική ή εμπορική) προμήθεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία