Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχλωριώνω < από + χλώριο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποχλωριώνω, πρτ.: αποχλωρίωνα, στ.μέλλ.: θα αποχλωριώσω, αόρ.: αποχλωρίωσα, παθ.φωνή: αποχλωριώνομαι, μτχ.π.π.: αποχλωριωμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία