απολείπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολείπω < αρχαία ελληνική ἀπολείπω
Ρήμα επεξεργασία
απολείπω (παθητική φωνή: απολείπομαι)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολείπω
|
Δείτε επίσης : ἀπολείπω |
απολείπω (παθητική φωνή: απολείπομαι)
|