απολαδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπολαδώνω
- (ιδιωματισμός) αφαιρώ το λάδι από μια επιφάνεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολαδώνω | απολάδωνα | θα απολαδώνω | να απολαδώνω | απολαδώνοντας | |
β' ενικ. | απολαδώνεις | απολάδωνες | θα απολαδώνεις | να απολαδώνεις | απολάδωνε | |
γ' ενικ. | απολαδώνει | απολάδωνε | θα απολαδώνει | να απολαδώνει | ||
α' πληθ. | απολαδώνουμε | απολαδώναμε | θα απολαδώνουμε | να απολαδώνουμε | ||
β' πληθ. | απολαδώνετε | απολαδώνατε | θα απολαδώνετε | να απολαδώνετε | απολαδώνετε | |
γ' πληθ. | απολαδώνουν(ε) | απολάδωναν απολαδώναν(ε) |
θα απολαδώνουν(ε) | να απολαδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολάδωσα | θα απολαδώσω | να απολαδώσω | απολαδώσει | ||
β' ενικ. | απολάδωσες | θα απολαδώσεις | να απολαδώσεις | απολάδωσε | ||
γ' ενικ. | απολάδωσε | θα απολαδώσει | να απολαδώσει | |||
α' πληθ. | απολαδώσαμε | θα απολαδώσουμε | να απολαδώσουμε | |||
β' πληθ. | απολαδώσατε | θα απολαδώσετε | να απολαδώσετε | απολαδώστε | ||
γ' πληθ. | απολάδωσαν απολαδώσαν(ε) |
θα απολαδώσουν(ε) | να απολαδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολαδώσει | είχα απολαδώσει | θα έχω απολαδώσει | να έχω απολαδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απολαδώσει | είχες απολαδώσει | θα έχεις απολαδώσει | να έχεις απολαδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απολαδώσει | είχε απολαδώσει | θα έχει απολαδώσει | να έχει απολαδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολαδώσει | είχαμε απολαδώσει | θα έχουμε απολαδώσει | να έχουμε απολαδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απολαδώσει | είχατε απολαδώσει | θα έχετε απολαδώσει | να έχετε απολαδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απολαδώσει | είχαν απολαδώσει | θα έχουν απολαδώσει | να έχουν απολαδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολαδώνω
|