απολάδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απολάδωση | οι | απολαδώσεις |
γενική | της | απολάδωσης | των | απολαδώσεων |
αιτιατική | την | απολάδωση | τις | απολαδώσεις |
κλητική | απολάδωση | απολαδώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απολάδωση < απολαδώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπολάδωση θηλυκό
- (ιδιωματικό, αργκό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απολαδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολάδωση
|