απολίτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααπολίτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του απολίτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του απολίτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απολίτικος
απολίτικων