αποθυμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθυμώ < μεσαιωνική ελληνική αποθυμώ < αρχαία ελληνική ἐπιθυμῶ
Ρήμα
επεξεργασίααποθυμώ
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του επιθυμώ
- (ιδιωματικό) νοσταλγώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθυμώ | αποθυμούσα | θα αποθυμώ | να αποθυμώ | αποθυμώντας | |
β' ενικ. | αποθυμείς | αποθυμούσες | θα αποθυμείς | να αποθυμείς | (αποθύμει) | |
γ' ενικ. | αποθυμεί | αποθυμούσε | θα αποθυμεί | να αποθυμεί | ||
α' πληθ. | αποθυμούμε | αποθυμούσαμε | θα αποθυμούμε | να αποθυμούμε | ||
β' πληθ. | αποθυμείτε | αποθυμούσατε | θα αποθυμείτε | να αποθυμείτε | αποθυμείτε | |
γ' πληθ. | αποθυμούν(ε) | αποθυμούσαν(ε) | θα αποθυμούν(ε) | να αποθυμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθύμησα | θα αποθυμήσω | να αποθυμήσω | αποθυμήσει | ||
β' ενικ. | αποθύμησες | θα αποθυμήσεις | να αποθυμήσεις | αποθύμησε | ||
γ' ενικ. | αποθύμησε | θα αποθυμήσει | να αποθυμήσει | |||
α' πληθ. | αποθυμήσαμε | θα αποθυμήσουμε | να αποθυμήσουμε | |||
β' πληθ. | αποθυμήσατε | θα αποθυμήσετε | να αποθυμήσετε | αποθυμήστε | ||
γ' πληθ. | αποθύμησαν αποθυμήσαν(ε) |
θα αποθυμήσουν(ε) | να αποθυμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθυμήσει | είχα αποθυμήσει | θα έχω αποθυμήσει | να έχω αποθυμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθυμήσει | είχες αποθυμήσει | θα έχεις αποθυμήσει | να έχεις αποθυμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθυμήσει | είχε αποθυμήσει | θα έχει αποθυμήσει | να έχει αποθυμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθυμήσει | είχαμε αποθυμήσει | θα έχουμε αποθυμήσει | να έχουμε αποθυμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθυμήσει | είχατε αποθυμήσει | θα έχετε αποθυμήσει | να έχετε αποθυμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθυμήσει | είχαν αποθυμήσει | θα έχουν αποθυμήσει | να έχουν αποθυμήσει |
|