Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απέτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈpe.ti.se
/
ομόηχο
:
απαίτησε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απέτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποτίω
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποτίνω