Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντροφέρνω < αντρο- + -φέρνω

  Ρήμα επεξεργασία

αντροφέρνω

  1. τείνω στην ανδρική μορφή
  2. (κατ’ επέκταση), (σύνηθες) φέρομαι σαν άντρας

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία