Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιλογίζω < αντιλογισμός + -ίζω (αναδρομικός σχηματισμός)

αντιλογίζω (παθητική φωνή: αντιλογίζομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία