Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιλογίζω < αντιλογισμός + -ίζω (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ρήμα επεξεργασία

αντιλογίζω (παθητική φωνή: αντιλογίζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία