αντιλογίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιλογίζω < αντιλογισμός + -ίζω (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίααντιλογίζω (παθητική φωνή: αντιλογίζομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιλογίζω | αντιλόγιζα | θα αντιλογίζω | να αντιλογίζω | αντιλογίζοντας | |
β' ενικ. | αντιλογίζεις | αντιλόγιζες | θα αντιλογίζεις | να αντιλογίζεις | αντιλόγιζε | |
γ' ενικ. | αντιλογίζει | αντιλόγιζε | θα αντιλογίζει | να αντιλογίζει | ||
α' πληθ. | αντιλογίζουμε | αντιλογίζαμε | θα αντιλογίζουμε | να αντιλογίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιλογίζετε | αντιλογίζατε | θα αντιλογίζετε | να αντιλογίζετε | αντιλογίζετε | |
γ' πληθ. | αντιλογίζουν(ε) | αντιλόγιζαν αντιλογίζαν(ε) |
θα αντιλογίζουν(ε) | να αντιλογίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιλόγισα | θα αντιλογίσω | να αντιλογίσω | αντιλογίσει | ||
β' ενικ. | αντιλόγισες | θα αντιλογίσεις | να αντιλογίσεις | αντιλόγισε | ||
γ' ενικ. | αντιλόγισε | θα αντιλογίσει | να αντιλογίσει | |||
α' πληθ. | αντιλογίσαμε | θα αντιλογίσουμε | να αντιλογίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιλογίσατε | θα αντιλογίσετε | να αντιλογίσετε | αντιλογίστε | ||
γ' πληθ. | αντιλόγισαν αντιλογίσαν(ε) |
θα αντιλογίσουν(ε) | να αντιλογίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιλογίσει | είχα αντιλογίσει | θα έχω αντιλογίσει | να έχω αντιλογίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιλογίσει | είχες αντιλογίσει | θα έχεις αντιλογίσει | να έχεις αντιλογίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιλογίσει | είχε αντιλογίσει | θα έχει αντιλογίσει | να έχει αντιλογίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιλογίσει | είχαμε αντιλογίσει | θα έχουμε αντιλογίσει | να έχουμε αντιλογίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιλογίσει | είχατε αντιλογίσει | θα έχετε αντιλογίσει | να έχετε αντιλογίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιλογίσει | είχαν αντιλογίσει | θα έχουν αντιλογίσει | να έχουν αντιλογίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιλογίζω
|