αντενδείκνυμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντενδείκνυμαι < (ελληνιστική κοινή) ἀντενδείκνυμαι
Ρήμα επεξεργασία
αντενδείκνυμαι
- (λόγιο) δεν ενδείκνυμαι, δεν είμαι κατάλληλος ή ωφέλιμος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντενδείκνυμαι
|