ανευλόγητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανευλόγητα < ανευλόγητος
Επίρρημα
επεξεργασίαανευλόγητα
- χωρίς ευλογία ιερέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανευλόγητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανευλόγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανευλόγητο